- Σεβαστοφόροι
- Σεβαστο-φόροι, οἱ, perh.A priests in the cult of the Roman Emperor, Lyd.Mens.4.138: later (sg.), an official in Egypt, Sammelb.4663 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σεβαστοφόροι — priests in the cult of the Roman Emperor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβαστοφόρους — Σεβαστοφόροι priests in the cult of the Roman Emperor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστοφορικός — ή, όν, Α [σεβαστοφόροι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους σεβαστοφόρους … Dictionary of Greek
σεβαστοφόρος — ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. oἱ σεβαστοφόροι ιερείς Ρωμαίου αυτοκράτορα, οι οποίοι τόν λάτρευαν ως θεό 2. αξιωματούχος στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + φόρος*] … Dictionary of Greek